-
1 студия
-
2 телестудия
-
3 киностудия
η κινηματογραφική εταιρεία, το στούντιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > киностудия
-
4 киносъёмка
η κινηματογραφική λήψη, το γύρισμα (της ταινίας), η κινηματογράφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > киносъёмка
-
5 плато
I.геогр. το (μικρό) οροπέδιο.II.(кинематографическое) о χώρος κινηματογράφησηςο χώρος λήψης/γυ-ρίσματος (των σκηνών σε κινηματογραφικό στούντιο), το πλατό (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плато
-
6 студия
το στούντιοτο εργαστήριοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > студия
-
7 звукозапись
жη ηχογράφησηсту́дия звукоза́писи — το στούντιο ηχογράφησης
-
8 кино
кино с 1) η κινηματογραφία 2) (помещение) о κινηματογρά φος, το σινεμά 3) (картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ \кино актёр м, \кино актриса ж ο, η ηθοποιός κινηματογράφου \кино аппарат м η κινηματογραφι κή μηχανή \киножурнал м τα επίκαιρα \кино звезда ж το σταρ, ο αστέρας κινηματογράφου \кино камера ж η κινηματογρα φική μηχανή \кино комедия ж η κινηματογραφική κωμωδία \кино оператор м о οπερατέρ \кино плёнка ж το κινηματογραφι κό φιλμ, η ταινία \кино режиссёр м о σκηνοθέτης κινηματογρά φου \кино студия ж το στούντιο, το κινηματογραφικό εργαστή ριο -сценарий м το σενάριο \кино съёмка ж το γύρισμα ται νίας, η κινηματογράφηση \кино театр м см. кино 2 \кинофестиваль м το κινηματογραφικό φεστιβάλ \кино фильм см. кино 3 \кинохроника ж τα επίκαιρα* * *с1) η κινηματογραφία2) ( помещение) ο κινηματογράφος, το σινεμά3) ( картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ -
9 киностудия
жτο στούντιο, το κινηματογραφικό εργαστήριο -
10 киностудия
кино||студияж τό κινηματογραφικό στούντιο. -
11 радиостудия
радио||сту́дияж τό στούντιο τοῦ ραδιοσταθμοῦ. -
12 студия
студияж τό στούντιο. -
13 радиостудия
[ραντιαστούντιγια] ουσ. θ. στούντιο του ραδιοσταθμού -
14 студия
[στούντιγια] ουσ. θ. στούντιο -
15 радиостудия
[ραντιαστούντιγια] ουσ θ στούντιο του ραδιοσταθμού -
16 студия
[στούντιγια] ουσ θ στούντιο -
17 ателье
ουδ. άκλ.εργαστήριο καλλιτέχνη, ατελιέ• (κινηματογραφίας) στούντιο•ателье мод οίκος μόδας.
-
18 киностудия
-и θ.στούντιο κινηματογραφικό. -
19 радиостудия
-и θ.στούντιο ραδιοφωνίας. -
20 студия
-и θ.1. στούντιο, καλλιτεχνικά εργαστήριο.2. σχολή. || καλλιτεχνικός όμιλος ή κολλεχτίβα.3. βλ. киностудия.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στούντιο — το (λ. ιταλ.) 1. εργαστήριο καλλιτέχνη. 2. τόπος όπου γυρίζονται κινηματογραφικές ταινίες: Οιπερισσότερες σκηνές του έργου γυρίστηκαν μέσα στο στούντιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στούντιο — το, Ν άκλ. 1. εργαστήριο καλλιτέχνη, ατελιέ 2. σπουδαστήριο 3. εργαστήριο για γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών, για πραγματοποίηση ραδιοφωνικών εκπομπών, για μαγνητοφωνήσεις ή για φωτογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. studio < λατ. studium «σπουδή» … Dictionary of Greek
Άκτορς Στούντιο — (Actor’s Studio). Θεατρικό κέντρο ερευνών και πειραματισμών στη Νέα Υόρκη. Το ίδρυσε το 1947 ο Λι Στράσμπεργκ (1901 1982) με τη συνεργασία του Ελίας Καζάν. Στο κέντρο αυτό φοιτούν επαγγελματίες ηθοποιοί, με σκοπό να μελετήσουν ορισμένους ρόλους ή … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Λανγκ, Ντοροθέα — (Dorothea Lange, Χόμποκεν, Ολλανδία 1895 – Μαρίν Κάουντι, Καλιφόρνια 1965). Αμερικανίδα φωτογράφος. Το 1917 αποφοίτησε από την παιδαγωγική σχολή της Νέας Υόρκης και τα δύο επόμενα χρόνια παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek